φωτοηλιογραφία

φωτοηλιογραφία
η, Ν [φωτοηλιογράφος]
αστρον. φωτογραφική μέθοδος με την οποία φωτογραφίζονται αυτόματα οι ηλιακές κηλίδες και προσδιορίζεται η θέση τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωτοηλιογραφία — η φωτογραφική μέθοδος των αστεροσκοπείων, με την οποία φωτογραφούνται αυτόματα οι ηλιακές κηλίδες και καθορίζεται η θέση τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”